- στίγων
- -ωνος, ὁ, Αστιγματίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στιγ- τού στίζω* (πρβλ. στίγ-μα) + επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. στίλβ-ων)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στίγων — στίγον point neut gen pl στίγος point masc gen pl στίγων masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγωνες — στίγων masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέδων — ωνος, ὁ, ΜΑ (για κακό δούλο) αυτός που είναι στα δεσμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + κατάλ. ων, ωνος (πρβλ. στίγων)] … Dictionary of Greek